νοητικῶν

νοητικῶν
νοητικός
intellectual
fem gen pl
νοητικός
intellectual
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

  • φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… …   Dictionary of Greek

  • εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • Reason — involves the ability to think, understand and draw conclusions in an abstract way, as in human thinking. The meaning of the word reason overlaps to a large extent with rationality and the adjective of reason in philosophical contexts is normally… …   Wikipedia

  • αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… …   Dictionary of Greek

  • διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… …   Dictionary of Greek

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ειδωλοποιία — εἰδωλοποιία, η (Α) 1. ο σχηματισμός ειδώλων σε κάτοπτρο 2. κατασκευή εικόνων από ζωγράφο 3. κατασκευή ειδώλων 4. εικόνα που σχηματίστηκε στο μυαλό, φαντασία 5. παραγωγή νοητικών εικόνων 6. το να αποδίδονται φωνή και λόγια σε νεκρό …   Dictionary of Greek

  • επιστημολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τα φιλοσοφικά προβλήματα που σχετίζονται με τη θεωρία της γνώσης. Πριν όμως αναληφθεί με επιστημονική μορφή μια τέτοια διερεύνηση, η γνωστική λειτουργία του ανθρώπου είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο φιλοσοφικής… …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”